- ψιττακίζω
- ΝΜμιλώ όπως ο ψιττακός, παπαγαλίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιττακός + κατάλ. -ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιττακίζω — μιλώ σαν ψιττακός, παπαγαλίζω, μιμούμαι, επαναλαμβάνω μηχανικά όσα λέγονται από άλλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπαγαλίζω — [παπαγάλος] 1. μιλώ σαν παπαγάλος 2. επαναλαμβάνω μηχανικά τα λόγια άλλου ή λέγω αυτολεξεί κείμενο που αποστήθισα χωρίς να τό κατανοήσω, ψιττακίζω … Dictionary of Greek
ψιττακισμός — ο, Ν 1. παπαγαλισμός 2. ιατρ. μηχανική επανάληψη εκφράσεων από ένα άτομο, το οποίο δεν καταλαβαίνει την σημασία τους ή δεν τήν συμμερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psittacisme (< ψιττακίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Στ.… … Dictionary of Greek